- θαρσούντως
- θαρσούντως, [dialect] Att. [pref] θαρρ-, Adv. from gen. [tense] pres. part. of θαρσέω,A boldly, X.Smp.2.11, Phld.Rh.1.325S., Jul.Or.2.83a;
θ. ἔχειν D.C. 53.3
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θ. ἔχειν D.C. 53.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θαρσούντως — (Α) επίρρ. βλ. θαρρούντως … Dictionary of Greek
θαρσούντως — boldly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρούντως — θαρσούντως boldly attic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαρρούντως — (Α θαρσούντως, νεώτ. αττ. τ. θαρρούντως, Μ θαρρούντως) επίρρ. με θάρρος, άφοβα, τολμηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < Γεν. εν. θαρρούντος της μτχ. ενεστ. θαρρών τού ρ. θαρρώ (πρβλ. αρκούντως)] … Dictionary of Greek